Το «Piri Reis», το γνωστό τουρκικό ερευνητικό σκάφος, που έχει προκαλέσει πολλές κρίσεις και εντάσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας,

απέπλευσε χθες το μεσημέρι από τη Σμύρνη, με προορισμό την Ανατολική Μεσόγειο, όπου θα πραγματοποιήσει σεισμικές έρευνες, συνοδευόμενο από τουρκικά πολεμικά πλοία.

Ουσιαστικά, πρόκειται για αντιπερισπασμό της Τουρκίας απέναντι στις έρευνες που διεξάγονται νότια της Κύπρου, από αμερικανικές εταιρείες, στο πλαίσιο συνεργασίας με το Ισραήλ.

Ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν, σε χθεσινή συνάντησή του με το Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε., του ζήτησε να παρέμβει προς την Κυπριακή Δημοκρατία, «επειδή η Τουρκία δεν την αναγνωρίζει», δηλώνοντας έτοιμος να σταματήσει την έξοδο του ερευνητικού σκάφους, σε περίπτωση που η Κύπρος θα σταματούσε τις έρευνες για την ΑΟΖ, στο οικόπεδο 12 της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ του νοτίου τμήματός της και του Ισραήλ.

Η Τουρκία ωστόσο, στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε., υπέγραψε με τους Τουρκοκυπρίους μία παράνομη, από άποψη διεθνούς δικαίου και κοινοτικού κεκτημένου Συμφωνία, για τις από «κοινού» θαλάσσιες έρευνες στην περιοχή.

Είναι αυτονόητο, ότι η υπογραφή αυτή είναι άκυρη, δεν επιφέρει κανένα νομικό αποτέλεσμα και βέβαια, καταδικάζεται από όλη τη Διεθνή Κοινότητα. Καμία χώρα, μέλος του Ο.Η.Ε., δεν έχει αναγνωρίσει το ψευδοκράτος της Βόρειας Κύπρου, παρά μόνο η Τουρκία.

Πριν από εικοσιτέσσερα περίπου χρόνια, το βράδυ της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου 1987, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας αποφάσιζε την έξοδο άλλου ερευνητικού σκάφους, του Σεισμίκ-1, για να προβεί σε έρευνες ανατολικά της Θάσου, στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου.

Η Τουρκία εμφάνιζε την απόφαση αυτή, σαν αντιπερισπασμό στην απόφαση της τότε ελληνικής κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, να εξαγοράσει υποχρεωτικά την πλειοψηφία των μετοχών της Κοινοπραξίας Πετρελαίων Βορείου Ελλάδας, που ανήκαν στην καναδική εταιρεία Ντένισον. Οι Τούρκοι θεωρούσαν ότι η κρατικοποίηση αυτή, είχε ως στόχο να γίνουν έρευνες από την Ελλάδα, πέραν των έξι ναυτικών μιλίων, ανατολικά της Θάσου, σε απόσταση 12 μιλίων, στην περιοχή Μπάμπουρα, που θεωρούσαν ότι αποτελούσε παράβαση του πρακτικού της Βέρνης το 1976.

Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι η τότε απόφαση της κυβέρνησης, είχε ακριβώς τους αντίθετους στόχους. Δηλαδή να αποτρέψει, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο, τις έρευνες στην περιοχή αυτή από την κοινοπραξία, η οποία για οικονομικούς λόγους είχε αποφασίσει να προχωρήσει σε γεωτρήσεις, πέρα των έξι ναυτικών μιλίων, μη λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Την εποχή εκείνη, Πρωθυπουργός στην Τουρκία ήταν ο Τουργκούτ Οζάλ. Ένας άνθρωπος με ανοικτό μυαλό, ο οποίος, ενώ κυβερνούσε κάτω από την εποπτεία των στρατιωτικών, είχε επιβάλλει την πολιτική του για φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και το άνοιγμα των σχέσεων με την Ευρώπη.

Το ζητούμενο λοιπόν τότε ήταν, να εξακριβωθεί τι συμβαίνει στη διελκυνστίδα εξουσίας πολιτικών και στρατιωτικών, διότι ήταν βέβαιο, ότι ο ίδιος ο Οζάλ, ο οποίος βρισκόταν την περίοδο εκείνη στο Χιούστον για εγχείριση ανοιχτής καρδιάς, δεν επιθυμούσε εντάσεις με την Ελλάδα. Τελικά το Σεισμίκ-1 απέπλευσε για έρευνες και μετά από διάστημα τριών ημερών έντασης που έφθασε και στα πρόθυρα του πολέμου, ο Οζάλ επέστρεψε στην Τουρκία και επέβαλλε την άποψή του να σταματήσουν οι έρευνες και από την Τουρκία και από την Ελλάδα, επί αμοιβαιότητι.

Βέβαια, μεσολάβησε ένας πετυχημένος ελληνικός αντιπερισπασμός από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος, μεσούσης της κρίσης, ανακοίνωσε το κλείσιμο της βάσης στη Νέα Μάκρη και πραγματοποίησε έκτακτο ταξίδι ο Υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας, στη Σόφια. Ήταν μια κίνηση «απειλής» για διάσπαση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, που όμως πρόλαβε το χειρότερο.

Η σημερινή κίνηση του Ταγίπ Ερντογάν, γίνεται κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Ο Ερντογάν έχει πλέον επικρατήσει στο στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας, έχει κερδίσει με το σπαθί του εκλογές και έχει καταστεί ηγέτης, που θαυμάζεται από πολλές χώρες της ευρύτερης περιοχής και της Μέσης Ανατολής.

Είναι λοιπόν ζήτημα του ίδιου του Πρωθυπουργού να αντιληφθεί, ότι δεν μπορεί να προβαίνει σε κινήσεις αντιπερισπασμού απέναντι σε μια χώρα, η οποία είναι μέλος του Ο.Η.Ε. και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, η Κύπρος από την 1η Ιουλίου του 2012, αναλαμβάνει την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Τουρκία, όπως αναμενόταν, έχει αντιδράσει και «απειλεί» να παγώσει τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τη διάρκεια του εξαμήνου της Κυπριακής Προεδρίας, επειδή δεν αναγνωρίζει την κυβέρνηση που είναι διεθνώς αναγνωρισμένη.

Οι κινήσεις αυτές είναι πολύ επικίνδυνες, ειδικότερα σε μια περίοδο που η Νοτιοανατολική Μεσόγειο και η Μέση Ανατολή βρίσκονται σε περίοδο ιστορικών αλλαγών. Με ό, τι επιπτώσεις αυτό μπορεί να έχει στη διεθνή και στην ευρωπαϊκή οικονομία, που διέρχεται τη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση των τελευταίων δεκαετιών.

Η δε εμπλοκή του Ισραήλ στην υπόθεση αυτή, μπορεί να προκαλεί αρνητικά ανακλαστικά στον αραβικό και στον ισλαμικό κόσμο, είναι ωστόσο θετική στη Δύση και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σε όλα αυτά, προστίθεται και το Παλαιστινιακό. Σήμερα, ο Πρόεδρος της Παλαιστίνης Μαχμούτ Αμπάς, θέτει επισήμως την υποψηφιότητα της Παλαιστίνης, ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε., να αναγνωρισθεί ως μέλος της. Η κίνηση αυτή, την οποία δικαιούται ο Παλαιστινιακός λαός, χαρακτηρίζεται ως εχθρική από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με τη λογική, ότι δημιουργεί περιπλοκές στη διαδικασία επίλυσης του Παλαιστινιακού, μέσα από διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ.

Στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η αίτηση των Παλαιστινίων δεν θα συζητηθεί, διότι ήδη οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δηλώσει, ότι, ως μόνιμο μέλος, θα ασκήσουν βέτο. Δεν παύει ωστόσο, μια θετική απόφαση στη Γενική Συνέλευση να αποτελεί ένα βήμα πιο κοντά στην πλήρη αναγνώριση της Παλαιστίνης, ως ανεξάρτητου κράτους.

Όλα αυτά όμως εμπλέκονται και περιπλέκονται. Οφείλουμε λοιπόν, να σταθούμε ως Ελλάδα, με ψυχραιμία και διορατικότητα απέναντι στα ζητήματα αυτά.

Οφείλουμε να διαφυλάξουμε τα δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου, που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και το κοινοτικό κεκτημένο και να αποφύγουμε, στο μέτρο του δυνατού, οποιαδήποτε άμεση εμπλοκή της χώρας μας στις διενέξεις αυτές.

Εκτός βέβαια, εάν η Τουρκία τραβήξει το σχοινί και προκαλέσει θερμό επεισόδιο με την Κυπριακή Δημοκρατία, οπότε η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να στηρίξει την Κύπρο. Αυτό αποτελεί παρακαταθήκη της ελληνικής ιστορίας, της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και σε αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω.

Μπορούμε όμως να συζητούμε, να διαπραγματευόμαστε, ανεξαρτήτως εάν συμφωνούμε ή διαφωνούμε, να προσπαθούμε εν πάση περιπτώσει, ώστε να διαφυλάξουμε την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή, να διαφυλάξουμε την οικονομία και κυρίως, την ισορροπία που είναι προϋπόθεση και της ευημερίας. Εξάλλου αυτή είναι η διπλωματία. Η τέχνη του εφικτού.

 

Του Αριστείδη  Σ. Καλογερόπουλου-Στρατή

Πηγή: statesmen.gr